Οικουμενικον Πατριαρχείον
Οικουμενικον Πατριαρχείον
Οικουμενικον Πατριαρχείον
 

ΤΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ ΤΟΥ ΣΠΗΛΑΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΛΙΔΟΝΙΟΥ
24 Ιανουαρίου 1824

Η ενσυνείδητη συμμετοχή στον εορτασμό των ιστορικών επετείων αποτελεί μια εσωτερική αναβάπτιση, μια νέα θεώρηση της ζωής και των μεγάλων της προβλημάτων. Γεγονότα με οικουμενικά μηνύματα, όπως είναι όλες οι  θυσίες για την ελευθερία, ανανεώνουν τις ευαίσθητες συνειδήσεις με το αξεπέραστο μεγαλείο τους.

Η επίδειξη αυτοθυσίας και ηρωισμού που τόσο συχνά καταγράφηκε στο παρελθόν στην πατρίδα μας προσδιόρισε την υπέρτατη θέση που κατείχε ανέκαθεν η ελευθερία στη σκέψη των προγόνων μας, των οποίων η  ζωή καταξιώθηκε από τη συνειδητή προσπάθεια να βγει από το σκοτάδι του πρωτογονισμού και της δουλείας στο λαμπρόφωτο συνειδησιακό χώρο, από το ασίγαστο πάθος να δώσει και να πάρει φως. Φως από την αναστάσιμη λαμπάδα της Ελευθερίας, η οποία όπως μας λέει ο Σαρτρ θριαμβεύει πάντοτε εκεί που υπάρχει ως συνείδηση, ως εσωτερική έκφραση, ως βαθύτατο αίτημα της ψυχής και που αποτελεί το μοναδικό θεμέλιο των αξιών.

Από το χώρο της Ελευθερίας ατενίζεις ολοκληρωμένο τον κόσμο και πραγματοποιείς την πιο υψηλή προσπέλαση. Γιατί η ελευθερία είναι η ενσάρκωση της Αλήθειας, ενώνει το αιώνιο με το εφήμερο και αποτελεί την κατάκτηση και αποκάλυψη της ανθρώπινης ύπαρξης στην πιο δημιουργική και κορυφαία έκφρασή της.

Οι άνθρωποι χωρίς εσωτερικές αγωνίες και πίστη στο πνεύμα και στην ουσία της ελευθερίας οδηγούνται σε μια αυτοϋποβάθμιση και γίνονται ανίκανοι για μια δημιουργική προσπέλαση προκειμένου να καρπωθεί και γευτεί ολόκληρη η ανθρωπότητα το μεγαλείο να σκέπτεται κανείς και να πράττει  ελεύθερα.. Γι’ αυτό χωρίς ελευθερία, χωρίς συνείδηση ελευθερίας, ο άνθρωπος ζει τη ζωή του αρχέγονου ανθρώπου, μια ζωή ηθικής και πνευματικής εκμηδένισης.

Στον αντίποδα, η βία εκφράζει την απόλυτη λεηλασία, τη φθορά της ψυχής και της ανεξαρτησίας του νου, την αλλοτρίωση και τον κατακερματισμό της ανθρώπινης ύπαρξης.

Ο λαός της Κρήτης, όπως σύσσωμος ο ελληνικός λαός, που στη μακραίωνη ιστορία του ξεχώρισε για τις μεταφυσικές του αγωνίες, τις φιλοσοφικές του αναζητήσεις και το πάθος να ανακαλύψει και να κατακτήσει την Αλήθεια, δεν μπορεί παρά σε ώρες δοκιμασίας, βίας και δουλείας να αγωνίζεται και να προμαχεί για το μέγα δώρημα της ζωής: την Ελευθερία. Δεν υπολογίζει τον θάνατο, τον οποίο παρακάμπτει με την ψυχική του δύναμη, γιατί στοχεύει στην αιωνιότητα, εφαρμόζοντας απαρέγκλιτα το Θείο λόγο: «Γνώσασθε την αλήθεια και η Αλήθεια ελευθερώσει υμάς».

Από την ώρα που δεν έχομε κατανοήσει και δεν έχουμε συνειδητοποιήσει το ύψιστο αυτό χρέος για τον εαυτό μας και για τους συνανθρώπους μας, έχει αρχίσει μέσα μας η ηθική έκπτωση, η συνειδησιακή κατάρρευση και η υποδούλωση στο εφήμερο και πεπερασμένο.

Αυτή τη μεγάλη αλήθεια είχαν πλήρως συνειδητοποιήσει όλοι οι ολοκαυτωθέντες ήρωες που σήμερα τιμούμε, οι οποίοι έγκλειστοι σωματικά αλλά ψυχικά ελεύθεροι έβαλαν ως αντίβαρο την ίδια τους τη ζωή για να κερδίσουν την ελευθερία και καθαγίασαν τούτο τον ιερό χώρο με το ευγενέστερο αίμα, το αίμα της υπέρτατης θυσίας για την πατρίδα και τα πανανθρώπινα ιδεώδη της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Εντελώς αυθόρμητα, γιατί όπως λέει ο Αρέντ: «η ελευθερία εκδηλώνεται σαν εμπειρία μέσα στο αυθόρμητο», πήραν τη μεγάλη απόφαση της θυσίας, οποία διαφοροποίησε τη μοίρα τους και τους οδήγησε μέσα από το θάνατο στην αιωνιότητα.

Η βία τόσων χρόνων του κατακτητή,  ήταν  για τους ίδιους, όπως και για όλο τον υπόλοιπο Ελληνικό λαό μια διαρκής πρόκληση εναντίον της Ελευθερίας. Μια βία που στόχευε στο θρυμματισμό της προσωπικότητας και στο γκρέμισμα ό,τιδήποτε δημιούργησε ο ελεύθερος στοχασμός του λαού μας.

Αυτές, όμως, οι αρνητικές εμπειρίες της βίας και της δουλείας, θεμελίωσαν την πιο θετική συνείδηση της άρνησης για υποταγή. Της απόφασης του θανάτου, όχι όμως της υποταγής. Το χρέος του μεγάλου αγώνα. Την απόφαση της θυσίας, αφού μέσα από τα αδιέξοδα της δουλείας έβλεπαν με απόλυτη σαφήνεια την προσφίλητη ελευθερία, το χρέος που έπρεπε δραματικά να εκφραστεί σε μεγαλειώδη πράξη σαν κι αυτή που συντελέστηκε μέσα σε τούτο το ιστορικό σπήλαιο στις 24 Γενάρη του 1824, με πρωταγωνιστές τα 370 γυναικόπαιδα και τους 30 πολεμιστές που στάθηκαν απέναντι στο δυνάστη, όπως όριζαν οι πρόγονοι και δημιουργοί της ελληνικής ιστορίας, φυλάττοντες απτόητοι Πλαταιές και υπερασπιζόμενοι Θερμοπύλες.

Η ελευθερία που αναπήδησε μέσα σε τούτο τον ιερό χώρο, αποτελεί τη μεγάλη ερμηνεία της ανθρώπινης επιταγής, πως οι λαοί δεν μπορούν να δημιουργήσουν χωρίς αυτήν. Και ακόμη, ότι το αγαθό της Ελευθερίας θέλει αρετή και τόλμη, θέλει θυσίες για να την αποκτήσουμε και προπαντός για να την διατηρήσουμε. Χωρίς συνείδηση Ελευθερίας, ανάλογη με αυτή που είχαν όλοι  αυτοί που εδώ μέσα θυσιάστηκαν, για να χαρίσουν τη Λευτεριά στους πολλούς, χωρίς πάθος Ελευθερίας, ο Γεροντόσπηλιος αυτός θα είχε αξία μόνο αρχαιολογική και σπηλαιολογική και δε θα γινόταν λημέρι ελευθερίας που θα έστελνε το χαρμόσυνο μήνυμα της απαλλαγής από το ζυγό της δουλείας και δε θα αποτελούσε τρανό παράδειγμα ότι η λευτεριά στοιχίζει πολύ και αξίζει σ’ αυτούς που την αξίζουν και ότι χωρίς αυτήν  η παρουσία και η βίωση του πεπερασμένου παραμένει αδικαίωτη, μια δράση χωρίς καταξίωση. Και η ελευθερία είναι δράση, ενώ η μοιρολατρεία είναι μια τραγική ηττοπάθεια που συνθλίβει συνειδήσεις και λαούς ολόκληρους.

Ίσως, όλα αυτά να ακούγονται κοινότοπα και να θεωρούνται αυτονόητα αλλά σε καιρό ειρήνης και ελευθερίας η υπόμνηση των αυτονοήτων εξασφαλίζει το υπέρτατο αυτονόητο αγαθό: την ίδια τη ζωή και τις αξίες της.

Με αφορμή, λοιπόν, τη σημερινή επέτειο πέραν από την απόδοση της δέουσας τιμής που οφείλουμε σε αυτούς που αγωνίστηκαν και θυσιάστηκαν για να απολαμβάνουμε όλα εκείνα που εκείνοι στερήθηκαν, μάς δίδεται και η ευκαιρία να θέσουμε μερικά χρήσιμα ερωτήματα για το παρόν και το μέλλον της πατρίδας μας και της εθνικής μας ιστορίας και για τα οποία όλοι μας πρέπει να  έχουμε και οφείλουμε να έχουμε απαντήσεις.

Αλήθεια, πόσο μέλλον έχει το παρελθόν μας; Και πόσο σημαντικό είναι για μας, σήμερα να το αναδείξουμε και να το προστατεύσουμε, όχι ως μουσειακό είδος αλλά ως ζωντανή πραγματικότητα, ως πρότυπο προς μίμηση;

Ιδιαίτερα σήμερα, που οι λέξεις «Έθνος και Πατρίδα» για πολλούς από εμάς έχουν ξεθωριάσει. Σε μια εποχή όπου το παγκόσμιο τείνει να υπερκαλύψει το εθνικό. Σε μια εποχή κατά την οποία η αγάπη μας για την ιστορία και την παράδοση όλο και πιο σπάνια ωριμάζει μέσα στη γνώση. Μάλιστα πολλές φορές χρησιμοποιείται για την καλλιέργεια ενός στείρου εθνικισμού που δεν αρκεί για να αναπληρώσει τα κενά της ιστορικής αυτογνωσίας. Το αντίθετο μάλιστα μπορεί να μας οδηγήσει στην ψευδαίσθηση ότι είμαστε ένας περιούσιος λαός που πορεύεται  αποκοιμισμένος στο μέλλον, στεφανωμένος με τις δάφνες του παρελθόντος. Και αυτό αποκτά μεγαλύτερη βαρύτητα, σήμερα, που στο βωμό της παγκοσμιοποίησης πολλά ξεπερνιούνται, πολλά ξεχνιούνται και χάνουν το νόημά τους.

Η παγκοσμιοποίηση, κατεξοχήν οικονομική και κατά συνέπεια πολιτιστική, για να μην καταλήξει να γίνει ολοκληρωτική όπου θα κυριαρχεί ο ένας, χρειάζεται ως αντίβαρο ένα υγιές εθνικό στοιχείο που έχει να παίξει το δικό του ρόλο: την παραγωγή ενός διαφορετικού πολιτιστικού προϊόντος ώστε να διατηρηθεί η ελευθερία της σκέψης και ο πλουραλισμός των απόψεων.

Το χώμα που πατάμε, η πίστη μας, τα κτίσματα, τα ξωκκλήσια, τα μοναστήρια, οι εκδηλώσεις, τα ήθη και τα έθιμα, οι δοξασίες, οι γιορτές, τα γραπτά μνημεία, το τραγούδι, ο χορός και τόσα άλλα, αποτελούν την ψυχή του Έλληνα και δείχνουν την παρουσία των ανθρώπων στο χώρο, την ταυτότητά μας, την ατομική και συλλογική μνήμη, την ιστορική κληρονομιά, τις ρίζες μας.

Όμως, ο πολιτισμός δεν είναι στατικός. Συνεχίζει να παράγεται όσο οι άνθρωποι δίνουν νόημα στα έμψυχα και τα άψυχα, τα μικρά και τα μεγάλα, τα υλικά και τα άυλα. Έτσι σφυρηλατείται η ατομική και η εθνική ταυτότητα, η διαφορετικότητα. Και όσο οι άνθρωποι θα παραμένουν διαφορετικοί, μπορούν να αισιοδοξούν ότι θα παραμείνουν ελεύθεροι.   

Το μήνυμα, λοιπόν, που πρέπει να διαφυλαξουμε ως κόρη οφθαλμού είναι σαφές, επίκαιρο, διαχρονικό:

Χτίζουμε το παρόν και σχεδιάζουμε το μέλλον ακουμπώντας στο παρελθόν.

Αντιτάσσομε  μια πολιτιστική άμυνα, μελετώντας και διασώζοντας το δικό μας πολιτιστικό χαρακτήρα διασφαλίζοντας έτσι την ιστορική συνέχεια του Έθνους μας.

Γιατί όλες οι μορφές αυτοεπιβεβαίωσης συνδέονται με μια έντονη ανάγκη συνέχειας. Είναι η επιθυμία του ανθρώπου ν’ ακουμπήσει πάνω σε μια ιστορία, σα να πρόκειται για καταφύγιο. Είναι η αναγκαιότητα να ενταχθεί σε μια συνέχεια η οποία βυθίζει τις ρίζες της σ’ ένα απόμακρο παρελθόν και μπορεί έτσι καλύτερα να εγγυηθεί πως έχει και ένα μέλλον. Είναι η βούληση του ανθρώπου ν’ αντιπαρατάξει την αιωνιότητα στο θάνατο.

Σεβασμιώτατε, κυρίες και κύριοι,

Ευλαβείς μνήμονες και βαθύτατα ευγνώμονες των υπέρ της πίστεως και της πατρίδος αγωνισαμένων, οι οποίοι σαρκώσανε, μαζί με τόσους άλλους προγόνους μας την αιώνια στιγμή της ιστορικής  και εθνικής συνείδησης του λαού μας, στεκόμαστε εδώ στον ιερό χώρο της μεγάλης θυσίας.

Δεν χρειάζονται μεγαλόστομες ιστορικές αναδρομές. Χρειάζεται μονάχα συνείδηση προσωπικής Ευθύνης, έμπνευση από την εμπνέουσα παρουσία τους. Τήρηση λόγων και έργων, εφαρμόζοντας τα λόγια του Ευαγγελίου «Δεν είναι άξιος αυτός που με αποκαλεί Κύριο αλλά αυτός που εκτελεί το θέλημα του Πατέρα που με απέστειλε» Και το μήνυμα αυτό είναι ξεκάθαρο: Τους ήρωες δεν τους τιμούμε μόνο με τους επετειακούς λόγους και τις πάσης φύσεως εκδηλώσεις αλλά κυρίως όταν ο καθένας μας  από όποια θέση κι αν βρίσκεται, είτε του απλού και ανώνυμου πολίτη είτε αυτού που εκ της θεσμικής θέσης που κατέχει ασκεί κάποια μορφή εξουσίας,  υπερασπίζεται με πάθος την ανεξαρτησία της πατρίδας του, την ελευθερία και την κοινωνική δικαιοσύνη.

Γι’ αυτό όλοι οφείλουμε να μάθουμε, ότι οι ιστορικές μας επέτειοι δεν είναι ευκαιρίες έκφρασης της υποκουλτούρας μας αλλά σημεία αναφοράς και επαναπροσανατολισμού της πορείας μας. Και σήμερα χρειαζόμαστε πολύ περισσότερο αυτόν τον επαναπροσανατολισμό. Πυξίδα μας ο αγώνας αυτών των καθημερινών ανθρώπων, των ηρώων του τότε, ο οποίος όχι μόνο φαντάζει περισσσότερο επίκαιρος παρά ποτέ αλλά και παρουσιάζει και μεγάλη ομοιότητα με τους αγώνες που πρέπει να δίνουμε και αυτούς που επίκειται να δώσουμε, σήμερα.

Αγώνες επιβίωσης, αξιοπρέπειας, αγώνες ζωής. Αγώνες που  απαιτούν σύμπνοια, όραμα, ομοψυχία και θυσίες απ’ όλους. Αγώνες για την ουσία της δημοκρατίας, το δικαίωμα της ελευθερίας, της επιλογής, της προάσπισης της αξιοπρέπειας και της ανθρωπιάς.

Τώρα περισσότερο παρά ποτέ οφείλουμε να επιδείξουμε αγωνιστικό φρόνημα εντός και εκτός Ελλάδος. Η απειλή, σήμερα, δεν εντοπίζεται  στην απώλεια της εθνικής μας κυριαρχίας αλλά δοκιμάζει το πνεύμα, την ψυχή, τις αντοχές μας, τις ελπίδες και τα οράματά μας.

Σ’ αυτούς τους χαλεπούς καιρούς  έχουμε τον τρόπο και τα μέσα προκειμένου να καταφέρουμε να ξεπεράσουμε τις δυσκολίες και  να αναδυθούμε για άλλη μια φορά από της τέφρα μας. Ο πολιτισμός μας, η ιστορία μας, το μεγαλείο μας ως ΄Έλληνες, το οποίο δυστυχώς έχουμε εκφυλίσει, η πίστη μας, αποτελούν τα εχέγγυα για να σταθούμε νικηφόρα στις επάλξεις, να διασώσουμε τα κεκτημένα, την κληρονομιά και την ψυχή μας.

Γι’ αυτό ας δούμε αυτήν την ημέρα συμβολικά ως ένα  αισιόδοξο μήνυμα, ως την απαρχή της λύτρωσης όλων μας από το ζυγό της πίεσης, του δυσοίωνου μέλλοντος, του ζυγού των ξένων παρεμβάσεων και την απαρχή μιας πορείας ανάτασης και ανάπτυξης για την πατρίδα μας.

Άλλωστε δεν πρέπει να ξεχνάμε, αυτήν την πατρίδα, όπως μας λέει ο Μακρυγιάννης: «…την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί κι αμαθείς και πλούσιοι και φτωχοί και πολιτικοί και στρατιωτικοί και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι. Το λοιπόν δουλέψαμε όλοι μαζί, να την φυλάμεν κι όλοι μαζί και να μην λέει ούτε ο δυνατός «εγώ» ούτε ο αδύνατος. Γιατί είμαστε «εις το εμείς κι όχι εις το εγώ».

Και κατά τη μακραίωνη ιστορία του Ελληνισμού αποδείχτηκε πολλές φορές ότι όταν πορευόμαστε ενωμένοι με γνώμονα το εμείς η φυλή μας δύσκολα νικιέται από τους άλλους δυστυχώς, όμως, όταν  κυριαρχεί το εγώ η φυλή μας αυτοκτονεί.

Αρχιμ. Τιμόθεος Παναγιωτάκης

 
© 2010 Ιερά Μητρόπολις Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου, Ρέθυμνο, Κρήτη - Τηλεφωνικό Κέντρο 28310 22415 - Fax 28310 28557
 

website powered by HOTSoft.gr - κατασκευή ιστοσελίδας