Οικουμενικον Πατριαρχείον
Οικουμενικον Πατριαρχείον
Οικουμενικον Πατριαρχείον
 

 

Η ΙΕΡΑ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗ ΚΑΙ ΣΤΑΥΡΟΠΗΓΙΑΚΗ ΜΟΝΗ

ΠΡΟΦΗΤΟΥ ΗΛΙΟΥ ΡΟΥΣΤΙΚΩΝ

Μόλις εἴκοσι χιλιόμετρα ἀπό τό Ῥέθυμνο βρίσκεται τό χωριό Ῥούστικα καί στό νο­τιοδυτικό του ἄκρο, ἐπάνω σέ μικρό βραχῶδες ὕψωμα καί μέσα σ’ ἕνα κα­τάφυτο τοπίο, ἡ Ἱερά Πατριαρχική καί Σταυροπηγιακή Μονή τοῦ Προφή­του Ἠλιού τοῦ Θεσβί­του, μία ἀπό τίς πλέον ἱστορικές τῆς Ἱερᾶς Μη­τροπόλεως Ῥεθύμνης καί Αὐλοπο­τάμου.

 

Ἀπό τό Μοναστήρι ἡ θέα εἶναι πανοραμική. Ἐκτείνεται σέ ὅλο τό βορειο­δυτικό τμῆμα τοῦ νομοῦ Ῥεθύμνης μέχρι καί τοῦ κόλπου τῆς Σού­δας. Ἡ Κεντρική Πύλη, πού βρίσκεται στά βόρεια, ὁδηγεῖ στή μεγάλη αὐλή τῆς Μονῆς, πού εἶναι ὁλόκληρος βρά­χος πάνω στόν ὁποῖο ἔχει κτισθεῖ τό Καθολικό, ἕνας Ναός τριμάρ­τυρος, ἀφιερωμένος στήν Ἁγία Τριάδα, στήν Ἁγία Ζώνη καί στόν Προφήτη Ἠλία. Ἀνέκαθεν ὅμως εἶναι γνωστός κυρίως ὡς Ναός τοῦ Προφήτου Ἠλιού, τοῦ Ἐφόρου καί Προστά­του τῆς Μονῆς.

 

Τό ἀρχιτεκτονικό σχέδιο τοῦ σημερινοῦ Καθολικοῦ προσαρμόζεται πρός τό γνωστό τύπο τῆς τρίκλιτης βασιλικῆς, ἡ ὁποῖα ὅμως ἔχει ἕνα τροῦλλο καί μία μόνο ἁψῖδα Ἱεροῦ. Στό μεγαλύτερο μέρος του ὁ Ναός εἶναι κτισμένος μέ πελεκητές ἀσβεστολιθικές πέτρες. Ἐσωτερικά ἔχει δύο κιονοστοι­χίες, οἱ ὁποῖες τόν διαιροῦν στά τρία κλίτη. Τό δάπεδο τοῦ ἱεροῦ εἶναι κατά τρεῖς βαθμίδες ὑπερυψωμένο τοῦ κυρίως Ναοῦ, ἐνῶ στό θόλο εἰκονίζεται ὁ Παντοκράτωρ, ἔργο τοῦ Ῥεθύμνιου ζω­γράφου Γαλληνοῦ τό 1905. Τά ξυλόγλυπτα τοῦ Καθολικοῦ εἶναι ἐξαιρετικῆς τέχνης. Ἀπό αὐτά ἀναφέρουμε: τόν ἄμβωνα (1849), τόν ἐπισκοπικό Θρόνο (1849), ἕνα ὡραιότατο εἰκονοστάσι (προσκυνητάρι) μέ τήν εἰκόνα τοῦ Προφήτη Ἠλία καί τό ἐξαίρετο Τέμπλο (1844), ἔργα τοῦ ἄριστου ξυλογλύπτη Ἀετοῦ Κα­τζουράκη, αὐταδέλφου τοῦ Ἡγουμένου τῆς Μονῆς Καλλινίκου, ὁ ὁποῖος ἐργάσθηκε μέ ζῆλο ἐπί ὀκτώ ἔτη.

 

Στή βορειοδυτική γωνία τοῦ Ναοῦ ὑπάρχει λίθινη κτιστή σκάλα ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στό λαμπρό Κω­δωνοστάσιο, πού μαζί μέ ἐκεῖνο τῆς Μονῆς Ἀρκαδίου εἶναι τά μοναδικά βενετσιάνικα κωδωνοστάσια πού σώζονται στην Κρήτη. Αὐτό ἀποτελεῖ τό κυριώτερο λείψανο τοῦ παλαιοῦ Καθολικοῦ, πού εἶχε κτισθεῖ ὁπωσδήποτε πρίν ἀπό τό 1637. Βό­ρεια ἐπίσης τοῦ Καθολικοῦ ὑπάρχει ἕνα βαθύ πετρόκτιστο πη­γάδι βάθους 23 μέτρων καί κοντά σ’ αὐτό, στή μέση περίπου τῆς αὐλῆς, μιά κυκλική τράπεζα ἡ ὁποία εἶναι κα­τασκευα­σμένη ἀπό πελεκητούς ἀσβεστόλιθους. Ἡ τράπεζα αὐτή, σύμφωνα μέ τούς με­λετητές καί τήν προφορική παράδοση τῶν παλαιοτέρων, χρησιμοποιοῦνταν γιά διάφορες ἐκκλησιαστικές τελετές (Μέγας Ἁγιασμός τῶν Θεοφανείων, ἀρτοκλασίες, κλπ). Ἐπιπλέον δυτικά τοῦ Καθολικοῦ συναντᾶ κανείς τήν λίθινη κτιστή Τράπεζα τῆς Μονῆς, σχήματος ὀρθογωνίου 18 τετραγωνικῶν μέτρων μέ κτιστό πε­ζούλι. Στήν Τράπεζα αὐτή κάθονται οἱ πατέρες τῆς Μονῆς καί φυσικά τό πλῆθος τῶν προσκυνητῶν, πού συρρέει κάθε χρόνο κατά τό Πανηγύρι τοῦ Προφήτη Ἠλία στίς 20 Ἰουλίου.

 

Γύρω ἀπό τό Καθολικό σέ σχῆμα μάνδρας εἶναι κτισμένα τά κελλιά καί οἱ διά­φοροι βοηθητικοί χῶροι τῆς Μονῆς. Από αὐτά ξεχωρίζει ὁ μεγα­λοπρεπής «ξενῶνας», δίπλα ἀκριβῶς στήν Τράπεζα, ὁ ὁποῖος παραμένει ἡμιτελής ἀπό τό 1911, ὁπότε λόγῳ τῆς διανομῆς τοῦ μεγαλύτερου μέρους τῆς ἀκίνητης μοναστηριακῆς περιουσίας καί τῶν μετοχίων, ἡ Μονή βρέ­θηκε σέ οἰκονομική ἀδυναμία νά ὁλοκληρώσει τήν οἰκοδόμησή του. Ὅλα τά κελλιά ἔχουν σχῆμα ὀρθογώνιο, εἶναι διώροφα, μέ χαμηλές εἰσόδους καί μέ εὐθύγραμμο ἤ τοξωτό ὑπέρθυρο. Αὐτός ὁ τρόπος κατασκευῆς μᾶς ἀνάγει ἱστορικά στούς χρόνους τῆς Τουρκοκρατίας, γι’ αὐτό και στεροῦνται ἰδιαίτερου ἀρχαιολογικοῦ ἐνδιαφέροντος.

 

Τό Καθολικό ἔχει παλαιές φορητές εἰκόνες τοῦ 18ου καί 19ου αἰῶνος. Ἀνάμεσα σ’αὐτές διακρί­νεται ἡ ἐφέστιος εἰκόνα τοῦ Προφήτη Ἠλία στό περίτεχνο ξυλό­γλυπτο προσκυ­νητάρι. Ἡ μεγάλη αὐτή εἰκόνα (διαστάσεων 1,03 Χ 0,832 μ.) πα­ριστάνει τόν Προφήτη καί γύρω ἀπό αὐτόν ἀπεικάζονται 16 σκηνές ἀπό τόν βίο καί τά θαύματά του. Ἱστορήθηκε τό 1847 ἀπό τόν Ῥεθύμνιο ἁγιογράφο Ἀντώνιο Βε­βελάκη, μέ δαπάνες τοῦ Καθη­γουμένου τῆς Μονῆς κυροῦ Ματθαίου Κιρμιζάκη, ὅπως μαρτυρεῖ καί ἡ σχετική ἐπιγραφή της. Ἐπίσης ἐντός τοῦ Ἱεροῦ φυλάσσονται καί ἄλλα κειμήλια, ὅπως Ἱερά Σκεύη καί ἄμφια, πολλά ἀπό τά ὁποῖα εἶναι ρωσικῆς τέχνης. Ἡ Ἱερά Μονή Ρουστίκων ἔχει τήν ἰδιαίτερη εὐλογία νά διαφυλάσσει καί ἱερά λείψανα διαφόρων μεγάλων Ἁγίων, ὅπως τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους, τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, τῆς Ἁγίας Μαρίνης, τῶν Ἁγίων Τεσσάρων Νεομαρτύρων Ρεθύμνης καί πολλῶν ἄλλων. Ὑπάρχουν ἀκόμη διάφορα παλαίτυπα – λειτουργικά κυρίως – βι­βλία, ἀπό τά ὁποῖα ἀξιολογώτερα εἶναι τά Μηναῖα, ἐκδόσεως τοῦ 1640, καθώς καί πολλά σημαντικά χειρόγραφα καί ἐπίσημα ἔγγραφα. Ἀξιομνημόνευτο εἶναι τό χει­ρόγραφο Ἡμερολόγιο τῆς Μονῆς, πού ξεκινᾶ ἀπό τό 1620.

 

Ἐκτός ἀπό τή μεγάλη περιουσία στήν περιοχή τῶν Ῥουστίκων, ἡ Μονή τοῦ Προφήτη Ἠλία εἶχε πολλά καί πλούσια μετόχια: Ταξιαρχῶν Καλονύκτι, Ἁγίων Θεο­δώρων Πετρέ, Ταξιάρχου Μιχαήλ Φοινικιᾶς, καί βοσκοτόπια, ὅπως: Φρυγάνα, Τσιλί­βδικα, Ξυλάρες-Πρίνους. Ἐπίσης, στήν κυριαρχία τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ῥουστίκων εἶχε περιέλθει, μετά τήν ἐρήμωσή της, καί ἡ Μονή Μυριο­κεφάλων, τιμώμενη στό Γενέ­θλιο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τήν ὁποία - μετά τήν κα­ταστροφή πού ὑπέστη ἀπό τούς Τούρκους τό 1770 - ἀνοικοδόμησε περί τό 1830  ὁ Χατζῆ Ματθαῖος, Ἡγούμενος τῆς Μονῆς τῶν Ῥουστίκων, ἀλλά ἡ ἀρχική ἵδρυσή της ἀποδίδεται στόν Ἅγιο Ἰωάννη Κυργιάννη ἤ Ξένο (10ος-11ος αἰ.).

 

Δέν γνωρίζομε πότε ἀκριβῶς ἱδρύθηκε ἡ Ἱερά Μονή Ρουστίκων, καθώς ἀγνοοῦμε τόσον τόν κτήτορα, ὅσον καί τίς ἱστορικές γενικά συνθῆκες τῆς ἱδρύσεώς της. Σύμφωνα ὅμως μέ στοιχεῖα πού παραθέτομε παρα­κάτω, μποροῦμε νά ποῦμε μέ βεβαιότητα ὅτι ἡ Μονή τῶν Ῥουστίκων ὑπῆρχε ἤδη ἀπό τά μέσα τοῦ 16ου ἤ τουλάχιστον ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 17ου αἰῶνα. Συγκεκριμένα, στά ἀρχεῖα τῆς Μονῆς ὑπῆρχαν ἔγγραφα ἀπό τό 1587 ἕως τό 1703 περίπου. Πρό­κειται περί 43 ἐγγράφων, τά ὁποῖα στάλθηκαν κατά τίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰῶνα ἀπό τόν τότε Ἐπίσκοπο Ῥεθύμνης στή Μητρόπολη (νῦν Ἀρχιεπισκοπή) Κρήτης προ­κειμένου νά δημοσιευθοῦν. Τά ἔγγραφα αὐτά ἔκτοτε βρίσκονται στή βιβλιο­θήκη τοῦ Ἀρχαιολογικοῦ Μουσείου τοῦ Ἡρακλείου Κρήτης. Τά δέκα πρῶτα ἀπό αὐτά ἀνάγονται στούς χρόνους τῆς ἑνετικῆς κυριαρχίας τῆς Κρήτης, καί εἰδικώτερα μεταξύ τῶν ἐτῶν 1587-1645. Τά ὑπόλοιπα 33 ἔγγραφα ἀνήκουν στήν ἐποχή τῆς Τουρκοκρατίας καί χρονολογοῦνται με­ταξύ τῶν ἐτῶν 1650-1703.

 

Ἐπίσης ἡ ὕπαρξη τῆς Μονῆς μαρτυρεῖται σέ ἐπίσημο ἔγγραφο τοῦ 1609, τό ὁποῖο ἔγραψε ὁ νο­τάριος Ἰωάννης Βλαστός, ὅπου γίνεται λόγος γιά δωρεά ἀπό τό Μερκούριο Βλαστό μέ μάρτυρα τό μο­ναχό Ἀναστάσιο Βλαστό. Σέ ἔγγραφο τοῦ 1614 ἀναφέρεται ὡς πρῶτος γνωστός ἡγούμενος ὁ Ἀκάκιος Βλαστός τόν ὁποῖο διαδέχθηκε ὁ Μητροφάνης Βλαστός. Μετα­γενέστερα ἔχουμε τούς Ἡγουμένους Κοσμᾶ Βλαστό (ἀπό τό 1645) καί Ἱερεμία Βλαστό (ἀπό τό 1655).

 

Τά ὀνόματα αὐτά, ὅπως καί πολλά ὀνόματα μοναχῶν πού φέρουν τό ὄνομα Βλαστός καί ἀναφέρονται σέ διάφορα μεταγενέστερα ἔγγραφα, φα­νερώνουν ὅτι ἡ ἰστορία τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Προφήτου Ἠλιού Ῥουστίκων ἔχει συνδεθεῖ μέ τήν βυζα­ντινή οἰκογένεια τῶν Βλαστῶν, ἡ ὁποία ἔδωσε στήν Κρήτη ἀρκετούς ἐπώνυμους ἄνδρες, λο­γίους καί ἱερωμένους. Οἰκό­σημο μάλιστα τῆς οἰκογένειας τῶν Βλαστῶν σώζεται στή βόρεια πλευρά τοῦ ὁστεοφυλακίου τῆς Μονῆς.

 

Κατά τούς χρόνους τῆς Ἑνετοκρατίας ἡ Μονή ἔχαιρε σεβασμοῦ καί δια­σώζο­νται δύο ἐπιγραφές τῆς ἐποχῆς αὐτῆς. Ἡ ἀρχαιότερη, τοῦ 1637, βρίσκεται χαραγμένη στήν πρόσοψη τοῦ ἐξαίρετου τρίλοβου Κωδωνοστα­σίου: «ΑΧΛΖ΄ (1637) ΗΟΥ­ΛΗΟΥ. Κ + ΔΕ(Η)ΙΣΙΣ ΚΑΙ ΕΞΟΔΩΣ ΤΟΥ ΔΟΥΛΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΜΗ­ΤΡΟ­ΦΑΝΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΒΛΑ­ΣΤΟΥ ΕΙΓΟΥΜΕΝΟΥ». Ἐπίσης, στό ὑπέρθυρο τῆς εἰσόδου τοῦ περιβόλου τῆς Μονῆς μία ἄλλη ἐπιγραφή ἀναφέρει: «ΑΧΜΑ. ΙΟΥ­ΛΙΟΥ. Λ. ΔΕΗΣΙΣ Κ(ΑΙ) ΕΞΟΔΟΣ ΤΟΥ ΔΟΥΛΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΜΗ­ΤΡΟΦΑ­ΝΟΥ ΙΕΡΟ / ΜΟΝΑΧΟΥ ΤΟΥ ΒΛΑΣΤΟΥ ΚΑΙ ΚΑ­ΘΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΠΟΤΑΙ ΜΑΡΚΟ-ΜΑΝΟΛΟΠΟΥΛΟΥ». Οἱ παρα­πάνω ἐπιγραφές δέν συνιστοῦν χρονο­λο­γίες ἀνοικοδομήσεως τῆς Μονῆς, ἀλλά ἐνδεχομένως συμπλη­ρώσεως τοῦ μοναστηριακοῦ συγκροτήματος μέ τό Κωδωνοστάσιο καί τήν Κε­ντρική Πύλη ἀντιστοίχως ἀπό τόν Ἡγούμενο καί ἀνακαινιστή τῆς Μονῆς Μη­τροφάνη Βλαστό κατά τή χρονική περίοδο 1630-1640.

 

Ἄλλες τρεῖς ἐπιγραφές συναντοῦμε σέ τρεῖς παλιές καμπάνες τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, οἱ ὁποῖες ἀναφέρονται χρονολογικά στά ἔτη κατασκευῆς τους: 1565, 1634 καί 1636 ἀντίστοιχα. Οἱ καμπάνες αὐτές κατασκευάστη­καν στήν βόρεια Ἰταλία, πιθανότατα στά Μεδιόλανα, καί τίς ἀναφέρει στο ἔργο του «Travels in Crete» ὁ Ἄγγλος περιηγητής Robert Pashley, ὁ ὁποῖος ἐπισκέφθηκε τήν περιοχή τῶν Ῥουστίκων τό 1834. Τήν ἐποχή ἐκείνη, σύμφωνα μέ τή μαρτυρία τοῦ Pashley, στό Μοναστήρι ἐγκαταβιοῦσαν ὁ ἡγούμενος καί 13 ἀκόμη μοναχοί.

 

Ἐπειδή ἡ Μονή τοῦ Προφήτη Ἠλία εἶχε τό προνόμιο νά διατηρεῖ καμπάνα, ὁ Τοῦρκος στρα­τάρχης Χουσεΐν πασᾶς τήν ὀνόμαζε «Τσαντλί Μονα­στήρι». Τό προνόμιο αὐτό ἀπέκτησε μέ τή μεσολά­βηση τοῦ Ῥεθύμνιου Νεόφυτου Πατε­λάρου, Ἀρχιεπισκόπου Κρήτης, καί τό διετή­ρησε γιά 10 περίπου χρόνια. Μετά τήν ἀνάκλησή του ὅμως διατάχθηκε τό κατέβασμα τῶν κωδώνων μεταξύ τῶν ἐτῶν 1655-1657.

 

Στά πρῶτα χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας ἡ Μονή τοῦ Προφήτη Ἠλία βρι­σκόταν σέ περίοδο ἀκμῆς, ἀφοῦ οἱ χριστιανοί τῆς περιοχῆς ἀφιέρωναν σ’ αὐτή σημαντικές περιουσίες, ἀλλά καί ἡ ἴδια προέβαινε σέ διάφορες ἀγορές. Τήν περί­οδο αὐτή, καί συγκεκριμένα τό 1677, οἱ μοναχοί, ὕστερα ἀπό εἰδική ἄδεια τῶν τουρκικῶν ἀρχῶν, προχώρησαν στήν ἀνέγερση ξενῶνα στό Μοναστῆρι. Στίς 8 Σε­πτεμ­βρίου 1677, καί ἀφοῦ ἡ κατασκευή τοῦ ξενῶνα εἶχε ὁλοκληρωθεῖ, ὁ ἱεροδίκης Ῥεθύμνου ἐπισκέπτεται τόν Προφήτη Ἠλία γιά νά γνωμοδοτήσει, ἄν ἡ κατα­σκευή εἶναι σύμφωνη μέ τήν ἄδεια πού εἶχε δοθεῖ καί ὑποβάλλει σχετική ἔγγραφη ἔκθεση πρός τόν πασᾶ τοῦ Ῥεθύμνου. Στή διάρκεια τοῦ 18ου αἰῶνα οἱ χρι­στιανοί ἐξακολούθησαν νά ἀφιερώνουν περιουσίες καί ἀντικείμενα στή Μονή σύμφωνα μέ ἔγγραφα πού φυλάσσονται στό ἀρχεῖο της.

 

Οἱ Τοῦρκοι δέν εἶχαν δικαίωμα νά ἁρπάζουν τίς περιουσίες τῶν Μονῶν οὔτε καί νά τούς ἐπιβάλλουν φόρους, λόγῳ τῶν προνομίων πού εἶχαν παραχωρηθεῖ σ’ αὐτές. Τά προνόμια αὐτά δέν γίνο­νταν ὅμως πά­ντοτε σεβαστά. Ἔτσι, μέ κοινή ἐπιστολή τους τῆς 24ης Ὀκτωβρίου 1710 πρός τόν ἴδιο τόν Σουλτάνο οἱ Ἡγούμενοι τῶν Ἱερῶν Μονῶν Προφήτη Ἠλία, Ἀρκαδίου καί Ἀρσανίου ζητοῦν τήν ἀπαλλαγή τῶν μοναστηριῶν τους ἀπό τούς ἔκτακτους φόρους καί τίς ἀγγαρεῖες. Φαίνεται ὅτι τό ἐγχείρημα εἶχε ἀποτελέσματα καί τό 1719 ἐκδόθηκε σουλτανικό φιρμάνι πού ἀπάλλασσε τούς μοναχούς ἀπό ὁποιαδήποτε εἰσφορά καί ὅριζε νά μήν ὑποβάλλονται σέ καταναγκαστικές ἐργασίες. Ἐπίσης, τό 1776 ἐκδίδεται σουλτα­νική διαταγή πού ἀπαγορεύει τίς φορολογικές αὐθαιρεσίες γιά τά ἀνωτέρω τρία μοναστήρια.

 

Ἡ Ἱερά Μονή τοῦ Προφήτη Ἠλία ἔγινε Σταυροπηγιακή γιά πρώτη φορά τό 1713 μέ εἰδικό μολυβδόβουλο πατριαρχικό ἔγγραφο (σιγγίλιο) τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Κυρίλλου Δ΄ (1711-1713), πού σύμφωνα μέ τίς πηγές ὑπῆρχε στήν Μονή μέχρι τό 1900. Τό δεύτερο Σταυροπηγι­ακό σιγγί­λιο ἐκ περγαμηνῆς (τό ὁποῖο βρίσκεται στήν Ἐθνική Βιβλιοθήκη τῶν Παρισίων) τό ἐξέδωσε στίς 11 Ἰανουαρίου 1778 ὁ Πατριάρχης Σω­φρόνιος Β΄ (1774-1780) καί ἡ ὑπ’ αὐτόν δεκαπενταμε­λής Σύνοδος μέ τήν εὐκαιρία τῆς ἀνανεώσεως τῶν σταυροπηγιακῶν της προνο­μίων, πού ἔγινε μέ αἴτημα τῶν μοναχῶν, προκειμέ­νου νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τίς δύσκολες περιστάσεις πού προκαλοῦσαν οἱ αὐθαιρεσίες τῶν κατακτητῶν. Τέλος, τό 1797 ὁ ἐθνομάρτυς Πατριάρχης ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ε΄ καί ἡ Δωδε­καμελής Πατριαρχική Σύνοδος ἐξέδωσε σιγγίλιο γραμ­μένο ἐπίσης σέ περγαμηνή (πού φυλάσσεται μέχρι σήμερα στό ἀρχεῖο τῆς Μονῆς), στό ὁποῖο μέ βα­ρυσήμα­ντους ὅρους κατοχυρωνόταν γιά ἄλλη μιά φορά ἡ σταυ­ροπηγιακή ἰδιότητα τῆς Μονῆς τοῦ Προφήτη Ἠλία. Στό σιγγίλιο αὐτό δια­σώζεται ἀκόμη ἡ ἱστορική μο­λύβδινη σφραγίδα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Ε΄.

 

Σπουδαῖα ὑπῆρξε ἡ ἐθνική δράση τῆς Μονῆς καί ἡ συμβολή της σέ ὅλους τούς ἀπελευθερωτικούς ἀγῶνες τοῦ Γένους. Ἦταν τό καταφύγιο τῶν ἐπαναστατῶν, τούς ὁποίους ἐφοδίαζε μέ ὅπλα καί τρόφιμα πού ἡ Μονή ἀγόραζε. Στό ἀρχεῖο τῆς Μονῆς σώζεται ἕνα μυστικό κατάστιχο, στό ὁποῖο εἶναι γραμμένες οἱ ποσότητες μπαρουτιοῦ καί ἄλλων πολεμοφοδίων πού μοιράζονταν στούς ἐπαναστάτες κατά τά χρόνια τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821. Ἀπό αὐτό τό ἔγγραφο προκύπτει καί ἡ συνερ­γασία τῆς Μονῆς μέ τό Ἀρκάδι καί τό Γενικό Ἐπαναστατικό Συμβούλιο. Γι’ αὐτό πυρπολήθηκε καί κα­ταστράφηκε ἀπό τόν τουρκικό στρατό στά τέλη Σεπτεμβρίου τοῦ 1823, κατά τή διάρκεια τῶν ἐπιχειρήσεων τοῦ Χουσεΐν Μπέη, ὁπότε χάθηκε με­γάλο μέρος τοῦ ἀρχείου τῆς Μονῆς καί ἀποτεφρώθηκαν τά κελλιά καί ὅλοι οἱ ἄλλοι χῶροι τῆς Μονῆς ἐκτός ἀπό τό Καθολικό.

 

Σύμφωνα μέ τόν Ἀριστείδη Ἐ. Παναγιωτάκη, ἡ Ἱερά Μονή «ἐτροφοδότησε τίς ἑκάστοτε Ἐπαναστάσεις μέ ἄνδρες, μέ πολεμοφόδια καί τρό­φιμα. Ἐδῶ ἐφούντωνε ἡ φλόγα τῆς ἐλευθερίας· ἀπ’ ἐδῶ ξεκινοῦσαν, μέ καινούρ­γιο μένος, οἱ ὁπλαρχηγοί, καλόγηροι καί μή, γιά τήν ἀπόκτησί της: τό 1828 ὁ κα­πετάν Συμεών, μοναχός. Τό 1889 ὁ καπετάν Μανασσῆς, μοναχός. Τό 1912 ὁ Ἱερόθεος Πετράκις, Ἱεροδιάκονος, οἱ Ἰωακείμ Δουλγε­ράκις καί Ἰωαννίκιος Γρυ­ντάκις, μοναχοί (σ.σ.: Μακεδονομάχοι)».

 

Γύρω στά 1830 ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς Συμεών Καβάκης, ἐκμεταλλευόμενος τήν πιό ἀνεκτική στάση τῆς αἰγυπτιακῆς διοίκησης, κα­τάφερε νά πάρει ἄδεια ἐπισκευῆς τοῦ κατεστραμμένου μοναστηριοῦ. Ὁ πρίν ἀπό τό 1637 μικρότερος ναός γκρεμίστηκε, ἐκτός ἀπό τό παλιό κω­δωνοστάσιο, καθώς κρίθηκε ἀνεπαρκής γιά τίς λειτουργικές ἀνάγκες τῆς Μονῆς, καί στη θέση του χτίστηκε ὁ σημερινός ναός το 1831, ὅπως μαρτυρεῖ ἡ ἀναθηματική ἐπιγραφή, πού εἶναι ἐντειχισμένη στή βόρεια πλευρά τοῦ Καθολικοῦ: «ΑΩΛΑ ΜΗΝΙ... ΑΝΗΓΕΡΘΗ ΕΚ ΒΑΘΡΩΝ Ο ΝΑΟΣ ΟΥΤΟΣ ΑΝΕΥ ΤΟΥ ΚΑ­ΜΠΑ­ΝΑΡΙΟΥ ΕΞ ΙΔΙΑΣ ΔΑ­ΠΑΝΗΣ ΑΥΤΟΥ ΣΥΝΕΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗ(Σ) ΤΙΝΩΝ ΧΡΙ­ΣΤΙΑ­ΝΩΝ». Στό δύσκολο αὐτό ἔργο τῆς ἀνοικοδομήσεως τοῦ νέου μεγα­λοπρεπέστερου Καθολικοῦ τῆς Μονῆς συνέβαλε, ἐκτός ἀπό τόν ἡγούμενο Συ­μεών καί ὁ δραστή­ριος ἱερομόναχος καί μετέπειτα ἡγούμενος Χατζῆ Ματθαῖος Κιρμιζάκης. Ἡ πα­ράδοση θέλει τόν Χατζῆ Ματθαῖο νά περιέρ­χεται τά χω­ριά, γιά νά συγκεντρώσει τά ἀπαιτούμενα ποσά τῆς ἀνακατασκευῆς. Τά ἐγκαίνια τοῦ νέου ναοῦ ἔγιναν στίς 25 Σεπτεμβρίου 1832 ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Λάμπης καί Σφακίων Νικόδημο. Στή συνέχεια χτίστηκαν καί τά ἄλλα παραρτήματα τῆς Μονῆς (κελλιά, ἀποθῆκες, ἡγουμενεῖο, κλπ).

 

Ἐπί τῆς ἡγουμενίας τοῦ Χατζῆ Ματθαίου ἔλαβε χώρα καί ἕνα ἐντυπωσιακό γεγονός, πού ὑποδηλώνει τή σχέση ἀφιέρωσης καί ἀφοσίωσης τῶν μοναχῶν πρός τή Μονή τῆς μετανοίας τους. Τό 1841 καί οἱ 25 τότε πατέρες τῆς Μονῆς μέ κοινό ἀποδεικτικό καί βεβαιωτικό γρᾶμμα δωρίζουν ὅλη τήν προσωπική τους περιουσία στήν Ἱερά Μονή Προφήτη Ἠλία.

 

Ἡ ἐθνική προσφορά τῆς Μονῆς συνεχίστηκε καί κατά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1866. Ὅπως ἀναφέρει στά Ἀπομνημονεύματά του ὁ ὁπλαρχηγός Χατζῆ Μι­χάλης Γιάνναρης, στίς ἀρχές Μαΐου τοῦ 1866 ἐπιτροπή ὑπό τήν ἡγεσία τοῦ ἴδιου, πηγαίνοντας γιά το Ἀρκάδι, φιλοξενή­θηκαν γιά δύο ἡμέρες στην Μονή καί ἀπό αὐτήν ἀπέστειλαν ἐπιστολές πρός τούς προκρίτους τῶν ἐπαρχιῶν Ἁγίου Βασιλείου καί Ἀμαρίου προσκαλῶντας τό λαό σέ συνάθροιση στή Μονή Ἀρκαδίου. Κατά τήν πα­ραμονή του στό μοναστήρι, ὀργάνωσε ἀπόσπασμα ἀπό 30 ἄνδρες μοναχούς καί Ῥουστικιανούς, μέ ἀρχηγό τόν Φουντου­λομανώλη, προκειμένου μαζί μέ ἄλλους καπεταναίους νά σπεύσουν πρός βοήθεια τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ Ἀρκαδίου. Ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι καί ὁ Μουσταφᾶ Πασᾶς, πρίν καί μετά τό ὁλοκαύτωμα τῆς μαρτυρικῆς Μονῆς, διανυκτέρευσε στό Μοναστήρι τοῦ Προφήτη Ἠλία, σύμ­φωνα μέ τή μαρτυρία πού ἔδωσε στόν ἐπίσκοπο Τιμόθεο Βενέρη ὁ ἀδελφός τῆς Μονῆς ἀρχιμ. Ἀγαθάγγελος Βερνάρδος, πού ἦταν τότε καλογεροπαίδι 12 ἐτῶν.

 

Ἐπίσης, μερικές πηγές ἀναφέρουν ὅτι ἡ Μονή τοῦ Προφήτη Ἠλία προσέ­φερε ὑπηρεσίες περί­θαλψης σέ τραυματίες ἐπαναστάτες καί ἔγινε νοσοκομεῖο πρώτων βοηθειῶν γιά τούς τραυματίες τῆς Μάχης τοῦ Βρύ­σινα, πού ἔγινε στίς 3 Ὀκτωβρίου 1866. Στά τέλη τοῦ ἴδιου μῆνα πραγμα­τοποιήθηκε μιά συνέλευση τῆς Ἐπαναστατικῆς Ἐπιτροπῆς Ῥεθύμνου στή Μονή Προφήτη Ἠλία.

 

Λόγῳ τῆς ἔντονης αὐτῆς δραστηριοποίησης τῆς Μονῆς στούς ἐθνικούς ἀγῶνες, τό 1877 οἱ Τοῦρκοι ὑποχρέωσαν τόν Πα­τριάρχη Ἰωακείμ Β΄ νά ἀσκήσει πίεση στόν ἡγούμενο, ὥστε νά ἀπέχει στό ἐξῆς ἀπό κάθε ἐπαναστατική ἐνέργεια. Παρά τίς πιέσεις, ἡ Ἱερά Μονή δέν ἔπαψε νά πα­ρέχει κάθε δυνατή βοήθεια στούς ἐπαναστάτες ἀγωνιστές, πού ἔκτοτε ἐγκαταστάθηκαν στό Μετόχι τῆς Μονῆς, τήν Παναγία τῶν Μυριοκεφά­λων, καί περίμεναν τήν ἀπάντηση τοῦ Σουλτάνου στό αἴτημά τους γιά ἔνωση τῆς Κρή­της μέ τήν Ἑλλάδα.

 

Τό 1881 ἡ Μονή τοῦ Προφήτη Ἠλία εἶχε 17 μοναχούς καί 15 ἐργαζομένους λαϊκούς στά μο­ναστηριακά κτήματα, σύμφωνα μέ τήν «Στα­τιστική τοῦ πληθυσμοῦ τῆς Κρήτης», πού συνέταξε ὁ Σταυ­ράκης. Ἦταν δηλαδή μία ἀπό τίς μεγαλύτερες Μονές τοῦ νησιοῦ τήν περίοδο ἐκείνη.

 

Κατά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1896 ὁ ἀρχιμ. Ἀγαθάγγελος Βερνάρδος, διδάσκαλος, καί οἱ λοιποί ἀδελφοί τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ῥουστίκων ἀποφασίζουν ὅλη ἡ οἰκονομική δυ­νατότητα τοῦ Προφήτη Ἠλία νά τεθεῖ στή διάθεση τῆς Ἐπανάστασης. Μάλιστα ἐπειδή δέν ἦταν δυνατόν νά ἐπαρκέσουν οὔτε τά εἰσοδήματα οὔτε τά χρήματα τῆς Μονῆς γιά αὐτές τίς δαπάνες, τό Ἡγουμενοσυμβούλιο μέ ἀπόφασή του συνῆπτε ἀκόμη καί δά­νεια ἀπό ἰδιῶτες καί ἔτσι ἀνταπεξῆλθε μέχρι τό τέλος στίς ἀνάγκες τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ ἀγῶνα τῶν Κρητῶν. Ὁ Ἀγαθάγγελος ἐπισκέφθηκε ὅλα τά χωριά μέχρι καί τό Ἀρκάδι μέ σκοπό νά ὁργανώσει καί νά γενικεύσει τήν Ἐπανάσταση. Πολυάριθμοι ἐπαναστάτες συγκεντρώθηκαν στό Μονα­στήρι καί ἀφοῦ ἔγινε Παράκληση στό Καθολικό τοῦ Προφήτη Ἠλία, προ­μηθεύτηκαν τά ἀναγκαῖα ἐφόδια καί ξεκίνησαν γιά τήν ὀχυρή θέση στό χωριό Καλονύκτη, κοντά στή Μονή, ὅπου ἀκολούθησε κρίσιμη μάχη μέ τούς Τούρ­κους.

 

Κατά τή διάρκεια τῆς τελευταίας δοκιμασίας τῆς χώρας μας (γερμα­νική Κατοχή) οἱ Πατέρες τῆς Μονῆς τοῦ Προφήτη Ἠλία, μέ κίνδυνο τῆς ζωῆς τους, δια­φύλαξαν σέ κρύπτη τοῦ Μοναστηριοῦ καί διέ­σωσαν τό πο­λύτιμο Ἱστορικό Ἀρχεῖο Κρήτης, τό ὁποῖο μετέφερε προσωπικά ὁ Καθηγη­τής Ν. Τωμαδά­κης, συσκευα­σμένο σέ μεγάλα κιβώτια, καί τό παρέδωσε στόν ἐκ Ῥουστίκων ἡγούμενο τῆς Μονῆς Ἀρχιμανδρίτη Ἱερόθεο Πετράκη.

 

Ἡ συμβολή τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Προφήτη Ἠλία στήν πνευματική καλλιέργεια τῶν Ῥεθυμνίων ὑπῆρξε τεράστια. Κατά τήν παράδοση, στήν ἐποχή τῆς Τουρκο­κρατίας λειτουργοῦσε στό χῶρο τῆς Μονῆς ἄτυπο σχολεῖο, στό ὁποῖο μάθαιναν τά στοιχειώδη γράμματα μικροί μαθητές τῶν κοντινῶν χωριῶν. Τό 1808 ἡ Μονή ἔλαβε πατριαρχικό ἔπαινο γιά τή με­γάλη της χρηματική συνεισφορά ὑπέρ τῶν σχολείων τῆς περιφέρειας Ῥεθύμνου. Στήν περίοδο τῆς αἰγυπτιοκρατίας οἱ ἀρχές ἐπέτρεψαν τήν ἵδρυση πολλῶν ἑλληνικῶν σχολείων. Σημαντική συνεισφορά στίς δαπάνες για τη χρηματοδότηση τῶν σχολείων αὐτῶν εἶχαν τά κατά τόπους Μο­να­στήρια, μεταξύ τῶν ὁποίων και ἡ Μονή Προφήτη Ἠλία, ὅπως προ­κύπτει καί ἀπό σχετικό ἔγγραφο τοῦ 1836. Τό 1864 ἡ Μονή διέθεσε ἕνα σημα­ντικό ποσό γιά τήν ἀνέγερση παρθεναγωγείου στό Ῥέθυμνο. Δύο ἀνέκδοτα πατριαρχικά ἔγγραφα τῆς 26ης Ἰουλίου 1861 καί τῆς 20ῆς Ἀπριλίου 1865 καταδεικνύουν ὅτι ἡ Μονή βοηθοῦσε ταυτόχρονα τά σχολεῖα τῆς Ἐπαρχίας καί τῆς Πόλης τοῦ Ῥεθύμνου. Ἐπίσης, ἡ Ἱερά Μονή τῶν Ῥουστίκων βοήθησε πολλούς φιλομαθεῖς νέους στή συ­νέχιση τῶν σπουδῶν τους καί ἀνέδειξε λόγιους Ἡγουμένους καί μοναχούς, πολλοί ἀπό τούς ὁποίους ὑπῆρξαν καί γενναῖοι ἀγωνιστές.

 

Μετά τήν Τουρκοκρατία ἡ Ἱερά Μονή ἀνακαινίζεται κτιριακά καί παράλληλα νέοι ἄνθρωποι ἔρχονται νά μονάσουν σ’ αὐτή. Οἱ πατέρες αὐτοί γίνονται συνεχιστές καί ἐνσαρκωτές τῆς κληρονομιᾶς τῶν προηγού­μενων πατέρων. Τέλος, στίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αιῶνα τό μοναστήρι «ἐξήνθησε ὡσεί κρίνον», μέ μοναχούς, οἱ ὁποῖοι μέ τή ζωή καί τό ἔργο τους σηματο­δότησαν καί ἐσφράγισαν τήν πορεῖα του, μέ τελευταῖο τῆς παλαιᾶς φρουρᾶς τόν Γέροντα Εὐμένιο Λαμπάκη, ἡγούμενο τῆς Μονῆς ἀπό τό 1963 ἕως τό 2005.

 

Σήμερα ἡ Ἱερά Μονή Προφήτη Ἠλία Ῥουστίκων παραμένει ἀνδρῷα καί ἀριθμεῖ 3 μοναχούς μέ Ἡγούμενο τόν Ἀρχιμανδρίτη Ἰωάννη Κουφουδάκη ἐνῶ, ὑπό τήν καθοδήγηση της 28ης Ἐφορείας Βυζαντινῶν Ἀρχαιοτήτων, γίνονται προσπάθειες γιά τήν συντήρηση καί ἀποκατάσταση τοῦ κτηριακοῦ της συγκροτήματος

 

Πηγές καί βοηθήματα:

  1. Γ.Β. Ἀντουράκη, «ΑΙ ΜΟΝΑΙ ΜΥΡΙΟΚΕΦΑΛΩΝ ΚΑΙ ΡΟΥΣΤΙ­ΚΩΝ ΚΡΗΤΗΣ ΜΕΤΑ ΤΩΝ ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙΩΝ ΑΥΤΩΝ», ΑΘΗΝΑΙ 1977
  2. Ἐμμανουήλ Ζαμπετάκη, Δ.Φ., ἐκπαιδευτικοῦ συμβούλου, «Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΡΟΦΗΤΟΥ ΗΛΙΑ ΡΟΥΣΤΙΚΩΝ ΡΕΘΥΜΝΗΣ», ἀνάτυπο ἐκ τοῦ τεύχους Ἰουλίου-Δεκεμβρίου 1973 τοῦ περιοδικοῦ τῆς ἱστορικῆς-λαογραφικῆς ἐταιρίας Νομοῦ Λασιθίου «ΑΜΑΛ­ΘΕΙΑ»
  3. Κοσμᾶ Ἰ. Παυλάκη, «ΤΑ ΡΟΥΣΤΙΚΑ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ», ΑΘΗΝΑ 2004
  4. Ἀριστείδου Ἐ. Παναγιωτάκη, «Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΜΟΥ - ΤΑ ΡΟΥΣΤΙΚΑ (ΗΘΗ-ΕΘΙΜΑ-ΕΟΡ­ΤΑΙ-ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ-ΙΣΤΟΡΙΑ)», ΑΘΗΝΑΙ 1972
  5. Ν. Ψιλάκη, «ΤΑ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ-ΜΟΝΗ ΠΡΟ­ΦΗΤΗ ΗΛΙΑ ΡΟΥΣΤΙ­ΚΩΝ», ἔκδ. Τράπεζας Κρήτης, ΑΘΗΝΑ 1986
  6. Ἀπόστολου Ν. Μπουρνέλη, Δρος Θεολογίας ΑΠΘ, «Η ΟΡΘΟ­ΔΟΞΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΗΣ ΙΕ­ΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΠΡΟΦΗΤΗ ΗΛΙΑ ΡΟΥΣΤΙΚΩΝ ΡΕΘΥΜΝΗΣ», ΡΕΘΥΜΝΟ 1995
  7. Στέργιου Γ. Σπανάκη, «ΚΡΗΤΗ, β΄ τόμος: ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ-ΙΣΤΟΡΙΑ-ΑΡ­ΧΑΙΟΛΟΓΙΑ», ΗΡΑΚΛΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ
  8. Παναγιώτη Μαρεντάκη, Θεολόγου, «ΕΥΜΕΝΙΟΣ, Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ», ΧΑΝΙΑ 2007

 

 
© 2010 Ιερά Μητρόπολις Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου, Ρέθυμνο, Κρήτη - Τηλεφωνικό Κέντρο 28310 22415 - Fax 28310 28557
 

website powered by HOTSoft.gr - κατασκευή ιστοσελίδας